- γέννα
- Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Απέχει περίπου 31 χλμ. από το Ηράκλειο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Βαρβάρας.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 38 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σιβρίτου. Στην περιοχή του χωριού βρίσκεται ο ναός του Αγίου Ονούφριου, μικρός, μονόχωρος και καμαροσκέπαστος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες που καλύπτουν ολόκληρο το εσωτερικό και χρονολογούνται, με επιγραφή, του 1329-30. Η τέχνη τους, με τη χαρακτηριστική διάθεση να δοθούν οι μορφές ζωντανές, εκφραστικές και με ελευθερία πλαστική, πλησιάζει τη μεγάλη τέχνη των Παλαιολόγων, δίνοντάς τους έτσι ξεχωριστή θέση μεταξύ των μνημείων της Κρήτης.
* * *η και γέννα, τα (AM γέννα, η, Μ και γέννα, τα)1. α) παιδί, γέννημα, γόνος («θνᾴσκοντα γέννας ἄτερ» — χωρίς παιδιά, Πίνδ.)β) φρ. «διαβόλου γέννα» — παμπόνηρος2. καταγωγή, προέλευση3. η νέα σελήνη, η νουμηνίαμσν.- νεοελλ.1. ο τοκετός, η γέννηση ή τα γενέθλια («έκανε καλή γέννα»«προσκυνοῡμεν Σου τὴν γένναν, Χριστέ»)2. τα Χριστούγεννα («τὰ Χριστοῡ γέννα»«τρεις στα Γέννα, τρεις στα Φώτα κι έξι στην Ανάσταση»)1| αρχ.1. η γενιά, η οικογένεια2. η γενεά, η ηλικία («πέμπτη δ' ἀπ' αὐτοῡ γέννα», Αισχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γεννώ.ΠΑΡ. αρχ. γεννάδας, γεννήτης, γεννικός.ΣΥΝΘ. αρχ. αγεννής, θεογεννήςνεοελλ.γεννοφάσκια, κακογέννα, καλογέννα, πρωτόγεννα, Χριστούγεννα].
Dictionary of Greek. 2013.